πτοα

πτοα
    πτόα
    πτόα, πτοία
    ἥ испуг, страх, волнение
    

(π. καὴ δυσελπιστία Polyb.; τῆς ψυχῆς πτοῖαι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πτοα" в других словарях:

  • πτόα — πτόᾱ , πτόα fem nom/voc/acc dual πτόα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόα — ἡ, Α βλ. πτοία …   Dictionary of Greek

  • πτόας — πτόᾱς , πτόα fem acc pl πτόᾱς , πτόα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτοιῶν — πτόα fem gen pl πτοέω terrify pres part act masc nom sg (attic epic doric) πτοιέω terrify pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτοῖα — πτόα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτοῖαι — πτόα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτοίαις — πτόα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτοίῃ — πτόα fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτοῶν — πτόα fem gen pl πτοέω terrify pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόαις — πτόα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόης — πτόα fem gen sg (attic epic ionic) πτοέω terrify imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»